αντισηπτικός

αντισηπτικός
-ή, -ό
επίρρ. αυτός που σταματά ή προλαβαίνει τη σήψη: Ο γιατρός για να σταματήσει τη σήψη, έδωσε αντισηπτικό φάρμακο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αντισηπτικός — ή, ό αυτός που προλαβαίνει ή αναχαιτίζει τη σήψη, καταστρέφοντας τους μικροοργανισμούς ή προλαβαίνοντας την ανάπτυξή τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”